- διακεντώ
- (ε) μετ.1) прокалывать, протыкать, пронзать; 2) вышивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακεντώ — (AM διακεντῶ, έω) [κεντώ] 1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ 2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω αρχ. ενεργώ παρακέντηση … Dictionary of Greek
αδιακέντητος — και αδιακέντιστος, η, ο [διακεντώ, διακεντίζω] αυτός που δεν έχει κεντηθεί, δεν έχει κοσμηθεί με κεντήματα, δεν έχει διατρυπηθεί … Dictionary of Greek
διακέντησις — διακέντησις, η (Α) [διακεντώ] διατρύπηση από τη μια άκρη ως την άλλη … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
προδιακεντώ — έω, Α (σχετικά με εγκεντρισμό σε φυτά) τρυπώ από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακεντῶ «κεντώ, διατρυπώ»] … Dictionary of Greek